- μανιοκατάθλιψη
- Ψυχική ασθένεια η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστες διακυμάνσεις διάθεσης, ενεργητικότητας και απόδοσης. Ονομάζεται και διπολική διαταραχή Οι διακυμάνσεις αυτές είναι σαφώς εντονότερες από αυτές που παρουσιάζονται φυσιολογικά και μπορεί να οδηγήσουν σε αδικαιολόγητες ρήξεις σχέσεων, μειωμένη εργασιακή απόδοση, έως και αυτοκτονία. Η διαταραχή αυτή είναι ιδιαίτερα συχνή (υπολογίζεται ότι πάνω από 2 εκατ. ενήλικοι πάσχουν από μ. στις ΗΠΑ). Αντιμετωπίζεται θεραπευτικά με επιτυχία, όταν αναγνωριστεί και ζητηθεί βοήθεια ειδικού. Συνιστάται ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με φαρμακευτική αγωγή. Συνήθως τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στην όψιμη εφηβική ή πρώιμη νεανική ηλικία, σπανιότερα κατά την παιδική ή ώριμη ηλικία. Η μ. είναι χρόνια διαταραχή η οποία συνήθως αργεί να αναγνωριστεί, αλλά ακόμη και τότε ο ασθενής αργεί να προσφύγει στον ειδικό, εξαιτίας προκαταλήψεων και γενικότερα για λόγους κοινωνικής αποδοχής. Τα συμπτώματα είναι δραματικές διακυμάνσεις διάθεσης από τη μανία (αδικαιολόγητη και υπερβολική ευφορία, αδιάκοπη δραστηριότητα, υπερκινητικότητα, ευερεθιστότητα, πολυλογία, ιδεόρροια, διαταραχή προσοχής, μειωμένη ανάγκη ύπνου, επιθετικότητα, υπερσεξουαλικότητα, εξωπραγματική αυτοπεποίθηση) στην κατάθλιψη (αδικαιολόγητη και υπερβολική λύπη, απαισιοδοξία, απελπισία, αίσθημα ενοχής, αναξιότητας και αβοήθητου, έντονα μειωμένη ενεργητικότητα, αδυναμία συγκέντρωσης, διαταραχές ύπνου, όρεξης και μνήμης, μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, χρόνιος πόνος ή άλλα επίμονα σωματικά συμπτώματα χωρίς οργανικό υπόβαθρο, σκέψεις θανάτου ή αυτοκτονίας, απόπειρες αυτοκτονίας). Τα συμπτώματα σε κάθε επεισόδιο διαρκούν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, επαναλαμβάνονται σχεδόν κάθε ημέρα για μία εβδομάδα ή περισσότερο. Η μ. μπορεί, πέρα από μια ελαφρά διαταραχή, να αποτελεί κλινική εκδήλωση σοβαρών ψυχασθενειών, όπως η σχιζοφρένεια ή η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση.
Dictionary of Greek. 2013.